εκθρωσκω

εκθρωσκω
    ἐκθρῴσκω
    ἐκ-θρῴσκω
    (fut. ἐκθοροῦμαι, aor. 2 ἐξέθορον)
    1) выпрыгивать, выскакивать
    

(ἔξω τινός Hom. и τινός Hom., Aesch., редко τι Anth.)

    ἐκθορεῖν πρὸ φόωσδε HH. - in tmesi — родиться на свет;
    ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν Luc. — пробудиться от сна

    2) устремляться, бросаться
    

ἀντίος ἐξέθορε Hom. — он бросился навстречу:

    χθονὸς ἐκθορεῖν Soph. — бежать прочь из страны


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκθρωσκω" в других словарях:

  • εκθρώσκω — ἐκθρῴσκω (Α) 1. πηδώ, πετιέμαι έξω 2. εξορμώ 3. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά 4. φεύγω γρήγορα 5. ξυπνώ 6. (για βρέφος) γεννιέμαι …   Dictionary of Greek

  • διεκθρώσκω — διεκθρῴσκω (Α) [εκθρῴσκω] πηδώ ανάμεσα από κάτι …   Dictionary of Greek

  • εκθορώ — ἐκθορῶ ( έω) (Α) εκθρώσκω …   Dictionary of Greek

  • εκθόρνυμι — ἐκθόρνυμι (Α) εκθρώσκω …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • προεκθρώσκω — ΜΑ πετιέμαι έξω, ξεπηδώ προηγουμένως («φυτὰ προεκθορόντα εἰς γέννησιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθρῴσκω «πετιέμαι έξω, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεκθρώσκω — Α κάνω κάποιον ή κάτι να εκπηδήσει επί πλέον («υἱὸν ἔχειν βουλόμενος καὶ τὸ τῶν γυναικῶν γένος μισῶν, πέτρᾳ τινὶ προσεξέθορεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκθρώσκω — Μ πετιέμαι έξω, εξορμώ μαζί με άλλους («συνεξέθορον ἔνοπλοι», Αλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, πετιέμαι εξω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»